«Έλα τ’ απόγευμα απ’ το σπίτι», μου λέει ο πατέρας μου πριν φύγει, «έχουμε μελιτζανοσαλάτα. Τόνους ολόκληρους!»
«Τί εννοείς "τόνους ολόκληρους";» τον ρωτάω.
«Μαζέψαμε δυό σακιά», μου απαντάει. «Τις πήραμε απ’ το χωράφι».
«Πατέρα; Πάλι "ληστέψατε κάποιο χωράφι";» τον ρωτάω περιπαιχτικά.
«Όχι. Είναι στον Νέστο, ένας που έβαλε ολόκληρο χωράφι και τις μοιράζει τζάμπα».
«Γιατί;» τον ρωτάω με περιέργεια.
«Γιατί; Γιατί τον είπανε τον καημένο να βάλει μελιτζάνες για να τις πάρει το εργοστάσιο. Βιολογικές παρακαλώ. Χωρίς λίπασμα, χωρίς τίποτα».
«Και;»
«Και, όταν ήρθε η ώρα να τις πάει για πούλημα του είπανε πως δεν του τις παίρνουνε».
«Αυτό είναι τρελό».
«Όχι αγόρι μου. Δεν είναι τρελό. Δεν καταλαβαίνεις;» με ρωτάει.
Αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά και τον συμπληρώνω:
«Για να τον αναγκάσουνε να ρίξει την συμφωνηθείσα τιμή;»
«Ακριβώς! Ούτε πέντε σεντς το κιλό!»
«Και τί θα κάνει τώρα;»
«Θα τα περάσει με την φρέζα. Τίποτα δε’ θ’ αφήσει. Μέχρι τότε, έχει βγάλει έναν πάγκο και δίνει σ’ όποιον περνάει τζάμπα».
«Κατάλαβα».
«Θά ’ρθεις;»
«Όχι... μου κόπηκε η όρεξη...»
«Μην το βλέπεις έτσι... Τουλάχιστον να μην πάει στα σκουπίδια τόσο φαΐ. Κρίμα είναι... τόσος κόσμος πεινάει».
«Κι ο αγρότης; Πώς θα τα βγάλει πέρα;» ρώτησα.
Ο πατέρας ανασήκωσε τους ώμους μην ξέροντας να απαντήσει. Έκλεισε την πόρτα κι έφυγε.
Αληθινός διάλογος,
εν Ξάνθη, Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008.
Σχόλια κανείς;..
Μεταφορά από το http://naytilostoydiadiktyoy.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου