ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΝΗΡΕΣ
Γυναίκα σκύψε τo κεφάλι
γιατί έρχεται σαρακοστή
και θα σταυρώσουνε και πάλι
τον άγγελο και το ληστή.
Λένε πως πήγανε την Τρίτη
και πήρανε το Γιακουμή
μες απ' το ίδιο του το σπίτι
την ώρα που 'τρωγε ψωμί.
γιατί έρχεται σαρακοστή
και θα σταυρώσουνε και πάλι
τον άγγελο και το ληστή.
Λένε πως πήγανε την Τρίτη
και πήρανε το Γιακουμή
μες απ' το ίδιο του το σπίτι
την ώρα που 'τρωγε ψωμί.
Κλείσ' το παράθυρο γυναίκα,
κοντεύει δώδεκα και δέκα,
σου το 'χω πει τόσες φορές,
οι μέρες είναι πονηρές.
Γυναίκα χάθηκαν οι φίλοι,
έγινε φίδι ο αδερφός,
κόψε την κάφτρα στο καντήλι
να 'χουμε απόψε λίγο φως.
κοντεύει δώδεκα και δέκα,
σου το 'χω πει τόσες φορές,
οι μέρες είναι πονηρές.
Γυναίκα χάθηκαν οι φίλοι,
έγινε φίδι ο αδερφός,
κόψε την κάφτρα στο καντήλι
να 'χουμε απόψε λίγο φως.
Πες μου τον όρκο του προπάπου,
κι αν δε γυρίσω μια βραδυά,
να με θυμάσαι κάπου κάπου
και να προσέχεις τα παιδιά.
κι αν δε γυρίσω μια βραδυά,
να με θυμάσαι κάπου κάπου
και να προσέχεις τα παιδιά.
Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Αθήνα, ώρα μηδέν.
Αθήνα, ώρα μηδέν.
Καμιά δεκαπενταριά μαζεμένοι, πάρλα στην πάρλα,
κι αυτός με τα μαύρα γυαλιά έχει το λόγο.
Φοράει τα γυαλιά τα σκούρα,
το βλέμμα του σκληρό και φλατ.
Ο άνθρωπός μας έχει κουλτούρα:
βιβλία, τέχνη και μπουάτ.
Μα προς Θεού, μα προς Θεού,
μας έχετε ζαλίσει.
Τα βασανάκια του λαού
ποιος θα τα τραγουδήσει;
Αθήνα, ώρα δύο και τριάντα μετά τα μεσάνυχτα.
Η συζήτηση συνεχίζεται με βαρβαρότητα.
Αυτός που φοράει τα γυαλιά τα μαύρα έχει πάλι το λόγο.
Σβηστό τσιμπούκι και μαλλούρα,
συζήτηση ως το πρωί.
Ο άνθρωπός μας έχει κουλτούρα
και θα μας φτιάξει τη ζωή.
Μα προς Θεού, μα προς Θεού,
μας έχετε ζαλίσει.
Τα βασανάκια του λαού
ποιος θα τα τραγουδήσει;
Χαράματα.
Η συνεδρίαση διακόπτεται.
Οι κουλτουριτζήδες εξέρχονται και η συνέχεια αύριο.
ΚΟΛΩΝΑΚΙ PLACE
Γύρω καφενεία, ζαχαροπλαστεία,
άνθρωποι του κόσμου και του υποκόσμου,
πρόσωπα αστεία, ύφος και σοφία,
πόζα και σοφία στη μικρή πλατεία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
Ασθενικά δεντράκια γεμάτα τραπεζάκια,
πλήθος τραπεζάκια, αριστοκρατία,
φίνα πελατεία, ουίσκι, τσιγαράκι,
ουίσκι και φλερτάκι και καμμιά ληστεία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία
Γύρω καφενεία, ζαχαροπλαστεία,
άνθρωποι του κόσμου και του υποκόσμου,
πρόσωπα αστεία, ύφος και σοφία,
πόζα και σοφία στη μικρή πλατεία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
Ασθενικά δεντράκια γεμάτα τραπεζάκια,
πλήθος τραπεζάκια, αριστοκρατία,
φίνα πελατεία, ουίσκι, τσιγαράκι,
ουίσκι και φλερτάκι και καμμιά ληστεία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία
Αργόσχολες κυρίες, βεντέτες, ευκαιρίες,
ποιητές, τάχα, ζωγράφοι, μουσάτοι, μαγκάτοι,
ποζάρουν με μανία, στήνονται με τις ώρες,
μιλούν για μεγαλεία στη μικρή πλατεία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
Ψαρικά, ανθοπωλεία, εξατμίσεις, φασαρία,
ταξιτζήδες, ραλιτζήδες, μπίζνες και αεριτζήδες,
γκουβερνάντες, στιλβωτήρες, στήσιμο και σνομπαρία,
πλούσιοι και αφραγκία και μπλου τζιν και ευωδία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
Πονηρούλες κυριούλες μα και υπηρετριούλες,
λολίτες, γυναικάκια, μίνι, μάξι και σορτσάκια,
κύριοι με κιμονό, κρεμαστάρια στο λαιμό,
μασκαράδες, κωμωδία, δεσποινίδες, αμαρτία
και καρέκλες ποικιλία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
Αριστερά: Οταν ο λαός βρισκεται μπροστά στον κίνδυνο την τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. Δεξιά: Human Rights Watch Athens Pride |
Το πρωί σνομπαρία, ψώνια στα παντοπωλεία,
συγγραφείς τα μεσημέρια πίνουν μπύρα, γράφουν έργα,
αφηγούνται ιστορίες σε μεσόκοπες κυρίες,
θεατρίνες όλο νάζι, παίδαροι πολλοί και χάζι,
σούρτα-φέρτα το βραδάκι, σταυροπόδι και ουζάκι,
άγχος, τάχα, κι αγωνία, ένα παγωτό στα τρία.
Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία,
στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
Με τα φώτα στολισμένοι, θυμωμένοι, πικραμένοι,
άλλοι ευχαριστημένοι, στις καρέκλες καθισμένοι,
κολλημένοι, στοιβαγμένοι, λένε, θάβουν με μανία,
νύχτα περασμένες μία, νύχτα, πλήξη και ανία.
Γαρδένιες πουλάει η Γεωργία κι είναι όλα γοητεία,
στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία είν' αστεία.
PIAZZA GRANDE
Santi che pagano il mio pranzo non ce n'è
sulle panchine in Piazza Grande;
ma quando ho fame di mercanti come me
qui non ce n'è.
Dormo sull'erba, ho molti amici intorno a me:
gli innamorati in Piazza Grande;
dei loro guai, dei loro amori tutto so,
sbagliati e no.
A modo mio
avrei bisogno di carezze anch'io.
A modo mio
avrei bisogno di sognare anch'io.
Una famiglia vera e propria non ce l'ho,
e la mia casa è Piazza Grande.
A chi mi crede prendo amore e amore do,
quanto ne ho.
Con me di donne generose non ce n'è,
rubo l'amore in Piazza Grande
e meno male che briganti come me
qui non ce n'è.
A modo mio
avrei bisogno di carezze anch'io,
avrei bisogno di pregare Dio,
ma la mia vita non la cambierò mai, mai
A modo mio
quel che sono l'ho voluto io.
Lenzuola bianche per coprirmi non ne ho,
sotto le stelle, in Piazza Grande
e se la vita non ha sogni, io li ho
e te li do.
E se non ci sarà più gente come me
voglio morire in Piazza Grande
tra i gatti che non han padrone come me,
attorno a me.
A modo mio
quel che sono l'ho voluto io.
2 σχόλια:
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΩΣ ΕΙΧΕ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ...
Χαράματα.
Η συνεδρίαση διακόπτεται.
Οι κουλτουριτζήδες εξέρχονται και η συνέχεια αύριο.
Δημοσίευση σχολίου